χωροτάκτης

χωροτάκτης
ο, Ν
επιστήμονας ειδικευμένος στην χωροταξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + -τάκτης (< τάσσω), πρβλ. λιπο-τάκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωροταξία — η, Ν [χωροτάκτης] η οργάνωση τού γεωγραφικού χώρου, στα εθνικά πλαίσια, κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται η καλύτερη δυνατή κατανομή τού πληθυσμού συναρτήσει τών φυσικών πόρων και τής ορθολογικής αξιοποίησής τους καθώς και τών οικονομικών… …   Dictionary of Greek

  • χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”